ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ
Μία ερώτηση που κάνω συχνά κατά τη διάρκεια των θεραπευτικών
μου συνεδριών είναι η εξής: ‘’Ποια άτομα
πιστεύεις πως σε γνωρίζουν καλά;’’
Η συνηθέστερη απάντηση που λαμβάνω είναι ‘’γονείς, φίλοι,
σύντροφος’’, τα άτομα δηλαδή που μας περικυκλώνουν που είναι δίπλα μας στο
μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς μας. Αρκεί, όμως αυτό; Να είναι κάποιος
δίπλα μας για να μας γνωρίζει πραγματικά; Η απάντηση βλέπεις είναι εύκολη όταν
ρωτάμε τον εαυτό μας ποιος είναι δίπλα μας στις ευχάριστες ή στις δυσάρεστες
στιγμές. Πόσο σίγουροι είμαστε, όμως πως αυτά τα άτομα, ‘’τα δικά μας’’ άτομα,
οι σημαντικοί άλλοι για εμάς μας γνωρίζουν πραγματικά; Το υποστηρικτικό μας πλαίσιο
μας κατανοεί τελικά απόλυτα; Μας γνωρίζει αληθινά έτσι όπως πραγματικά νιώθουμε
και είμαστε; Και αν όχι, κάνει έστω την
προσπάθεια να μας γνωρίσει ή θεωρεί ήδη δεδομένο πως μας ξέρει καλά;
Είχα συναντήσει μία γυναίκα, η οποία είχε χάσει πρόσφατα τον
σύντροφο της σε ένα δυστύχημα. Η αλήθεια είναι πως μετά από ένα μικρό και
επώδυνο διάστημα πένθους, μπόρεσε να δει με αισιοδοξία τη ζωή και να μη τα
παρατήσει γιατί ένιωθε ακόμη πολύ νέα. Μου δήλωσε με έντονο θυμό πόσο κατακρίθηκε
αυτό από τον εξωτερικό περίγυρο της, κυρίως όμως από τους ‘’δικούς της’’
ανθρώπους, από αυτούς που της έλεγαν ό,τι η ζωή συνεχίζεται. Αυτοί ήταν τώρα οι
ίδιοι άνθρωποι που κοιτούσαν με επικριτική ματιά τη ζωή της που κατάφερε να την
συνεχίσει.
Σε ένα παρόμοιο περιστατικό, συνήθιζα ως ψυχολόγος να
παροτρύνω μία θεραπευόμενη μου μετά την απώλεια του συζύγου της να βγαίνει
έξω, να διασκεδάζει, να πηγαίνει για θέατρο, σινεμά, ψώνια. Μία μέρα, γύρισε με
ένα χαμογελαστό βλέμμα και με ρώτησε: ’’Αναλογίστηκες αν όλα αυτά που λες μου αρέσουν πραγματικά
και θα με βοηθήσουν;’’ Τότε πραγματικά ταρακουνήθηκα. Αναλογίστηκα πόσο συχνά
το κάνουμε αυτό και στους δικούς μας ανθρώπους. Τους συμβουλεύουμε να κάνουν
πράγματα για τον εαυτό τους, χωρίς να τους ρωτάμε πραγματικά τι είναι αυτό που
θέλουν να κάνουν, τι έχουν άμεση ανάγκη να κάνουν. Πρέπει να μάθουμε οι
άνθρωποι να ρωτάμε τελικά. Και κυρίως να δεχόμαστε κάθε είδους απάντηση.
Προσπαθώ κάθε φορά που ασυνείδητα είμαι έτοιμη να
συμβουλεύσω κάποιο δικό μου άτομο στο τι να κάνει, να σκεφτώ πρώτα πως νιώθω
εγώ όταν βρίσκομαι στη θέση του συμβουλευόμενου. Και ομολογώ πως πράγματι είναι
μία πολύ άβολη θέση. Άβολο να σου λέει κάποιος τι είναι καλό για σένα και με
όσο καλή θέληση και να στο λέει να σκέφτεσαι πως αυτό δεν έχει καμία επαφή με αυτό
που εσύ θέλεις πραγματικά. Και να δυσκολεύεσαι ακόμη περισσότερο να εκφράσεις
τι είναι αυτό που επιθυμείς, γιατί μπορεί να είναι τόσο παράξενο, ανοίκειο και
εν τέλει λάθος επιλογή για τον άλλον.
Μία συμβουλή ξεκινάει
τις περισσότερες φορές καλοπροαίρετα. Μπορεί όμως πραγματικά να βοηθήσει;
Συνηθίζουμε να δίνουμε συμβουλές σε όλους τους άλλους και να μη γνωρίζουμε εν
τέλει τι πρέπει να συμβουλεύσουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Πότε δεν θα γνωρίζουμε
απόλυτα κάποιον, κάνεις δεν θα μας γνωρίζει καλύτερα απ’όσο εμείς οι ίδιοι τον
εαυτό μας. Δεν υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος για να αντιμετωπίζουμε μία
κατάσταση. Οφείλουμε να είμαστε ευέλικτοι και βοηθητικοί πάντα με γνώμονα τις ανάγκες
του άλλου. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να απαντήσουμε και στην αρχική ερώτηση ‘’ποιος
μας ξέρει καλά;’’. Θα ανακουφιστούμε όταν ανακαλύψουμε πως η απάντηση εδώ είναι μία και μοναδική: ο εαυτός μας.